- ἐπήριστος
- ἐπήριστος or [suff] ἐπηρέμ-ῐτος, ον, ([etym.] ἐρίζω)A contended for, coined by Eust.725.16, 1962.7, to expl. Ἐπήριτος (v. Ἐπάριτοι).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επήριστος — ἐπήριστος, ον (Μ) αυτός για τον οποίο αξίζει να ξεσπάσει έρις ή άμιλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εριστός (< ερίζω «φιλονεικώ»), το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek